ἀσφαλτίτης

ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτίτης
bituminous
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασφαλτίτης — ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η) αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης αρχ. φρ. 1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» η Νεκρά Θάλασσα 2. «ἀσφαλτῑτις πόα» το τριφύλλι …   Dictionary of Greek

  • Dead Sea — For the Brian Keene book of the same name, see Dead Sea (novel). Dead Sea A view from the Israeli side looking across to Jordan Coord …   Wikipedia

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”